- τάβλι
- Ειδικό, χωρίς μεγάλο βάθος, ξύλινο κιβώτιο, που ανοίγει ως δίπτυχο. Πρόκειται για τυχερό παιχνίδι, που παίζεται με τη μετακίνηση στις δύο εσωτερικές επιφάνειές του δύο ζαριών, με ορισμένους κανόνες και με βάση τους αριθμούς που δίνουν τα ζάρια, καθώς τα ρίχνουν σε αυτό οι παίκτες. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να παίξει κάποιος τ. Οι γνωστότεροι είναι το πλακωτό, οι πόρτες, το μουλτεζίμ και το γκιουλ. Πρόκειται για παιχνίδι ανατολικής προέλευσης γνωστό στους Βυζαντινούς, οι οποίοι το ονόμαζαν τάβλα ή τάβλη. Οι παίκτες του ονομάζονται ταβλιστές.
Τάβλι, αγαπημένο παιχνίδι των φοιτητών (φωτ. ΑΠΕ).
* * *το / ταβλίον, ΝΜΑ, και ταβλίν Μ [τάβλα]νεοελλ.-μσν.1. μικρό και αβαθές ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο κιβώτιο που ανοίγει στη μέση, και στού οποίου την εσωτερική επιφάνεια παίζεται το ομώνυμο παιχνίδι2. το τυχερό και τεχνικό συνάμα παιχνίδι που παίζεται από δύο παίκτες με ζάρια και πεσσούς ή πούλια στο παραπάνω κιβώτιομσν.1. τάβλα2. είδος ιματιοθήκης3. φρ. «ταβλίον χελώνης» — το όστρακο τής χελώναςμσν.-αρχ.πλατιά πορφυρή παρυφή σε χιτώνααρχ.1. δίσκος2. αβακας για το παίξιμο κύβων, ζαριών.
Dictionary of Greek. 2013.